επιδιατίθημι

επιδιατίθημι
ἐπιδιατίθημι (Α)
1. διευθετώ («μετὰ τοῡτο... μονομαχίαν ἐπιδιέθηκε»)
2. μέσ. επιδιατίθεμαι
καταθέτω παρακαταθήκη, ενέχυρο ως εγγύηση για να κάνω κάτι («ἐπιδιαθέμενος ἀργύριον ἐάν μὴ ὀμόσῃ τὸν ὅρκον», Δημοσθ.)
3. καταθέτω ένα ποσό για να παίξω ζάρια
4. μέσ. κάνω δεύτερη, νεώτερη διαθήκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δια-τίθημι «διαχειρίζομαι, μεταχειρίζομαι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”